χερνῆτις
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ιδος, fem. of χερνήτης, a woman that spins for daily hire, γυνὴ χ. Il.12. †, Parth.27.1, Cels. ap. OrigenesCels.1.28; γρηῢς χ. AP6.203 (Lacon. or Phil.): abs., ib.9.276 (Crin.), cf. Ael.Fr.343.
German (Pape)
[Seite 1350] ιδος, ἡ, fem. von χερνήτης, Tagelöhnerinn, Handarbeiterinn, bes. Spinnerinn um Tagelohn; γυνὴ χερνῆτις Il. 12, 433; γρηῦς Philp. 9 Crinag. 31 (VI, 203. IX, 276).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fém. de χερνήτης.
Russian (Dvoretsky)
χερνῆτις: ιδος ἡ поденная работница Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χερνήτης, ἐργαζομένη, νήθουσα ἐπὶ μισθῶ, γυνὴ χ. Ἰλ. Μ. 433· χ. γραῦς Ἀνθ. Παλ. 6. 203· ἀπολ. 9. 276.
English (Autenrieth)
living by hand labor, a woman who spins for daily hire, Il. 12.433†.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, Α
βλ. χερνής.
Greek Monotonic
χερνῆτις: -ιδος, θηλ. του χερνήτης, γυναίκα που εργάζεται για τον καθημερινό μισθό, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χερνῆτις, ιδος, [fem. of χερνήτης
a woman that spins for daily hire, Il.