χιτώνιο

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

το / χιτώνιον, ΝΜΑ χιτών
(στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. του χιτών) κοντός χιτώνας
νεοελλ.
1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο
2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων
3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου»
στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται το πίσω τμήμα του σωλήνα του πυροβόλου
αρχ.
(ιδίως) είδος λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον», Αριστοφ.).