χολοβαφής

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοβᾰφής Medium diacritics: χολοβαφής Low diacritics: χολοβαφής Capitals: ΧΟΛΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: cholobaphḗs Transliteration B: cholobaphēs Transliteration C: cholovafis Beta Code: xolobafh/s

English (LSJ)

χολοβαφές, = χολοβάφινος (dyed bile-colour, yellow-coloured), Marcellin. in Sch. Hermog. Rh. 4.148W.

German (Pape)

[Seite 1363] ές, in Galle getaucht, mit Galle gefärbt, dah. grün, od. goldgelb, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χολοβᾰφής: -ές, γεν. έος, = τῷ ἑπομ., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 148.

Greek Monolingual

-ές, Α
χολοβάφινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυροβαφής].