χρησμολάλος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = χρησμολόγος (uttering oracles), τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολάλος: -ον, = χρησμολόγος, Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 123D.
Greek Monolingual
-ον, Α
χρησμολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λάλος (πρβλ. θρηνολάλος)].