ψαρεύω
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
Ν [[[ψάρι]] (Ι)]
1. ασχολούμαι, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την αλιεία, με το ψάρεμα
2. ανασύρω κάτι από τον βυθό («ψάρεψαν τυχαία έναν αρχαίο αμφορέα»)
3. μτφ. ανιχνεύω τις σκέψεις ή τις προθέσεις κάποιου με έντεχνο τρόπο ή επιχειρώ να αποσπάσω μυστικά με έντεχνο τρόπο
4. φρ. «ψαρεύω στα θολά νερά» — προκαλώ σύγχυση για να επωφεληθώ.