ψυδράκιον
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
[ᾰ], τό, pimple, τὰ ἐν κεφαλῇ Dsc.5.109, cf. Damocr. ap.Gal.13.945; on the eyelid, stye, Cyran.35; on the nose, said to be caused by telling a lie, Sch.Theoc.12.24; cf. ψεῦσμα ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, dim. von ψύδραξ, w. m. s.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ ψύδραξ, -ακος]
λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα
αρχ.
1. φλύκταινα στο σώμα
2. χαλάζιο, κριθαράκι του ματιού.