поворот
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Russian > Greek
ἀνάκλασις, ἀναστροφή, ἀνείλιξις, ἀντιστροφή, ἀπόκλισις, ἀποστροφή, ἐκτροπή, ἑλιγμός, ἐναλλαγή, ἐπιστροφή, καμπή, καμπτήρ, καταστροφή, κλίσις, μεταβολή, μεταστροφή, παρεπιστροφή, περιβολή, περιπέτεια, περιστροφή, σκάλωμα, στρέψις, στροφή, τρέψις, τροπά, τροπαία, τροπή, ὑποστροφή