послушный
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Russian > Greek
πιστός, ὑπήκοος, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐχείρωτος, εὔαρκτος, ταπεινός, πειθαρχικός, ἐπιπειθής, εὐάγωγος, πειθήνιος, εὐπειθής, εὐπιθής, εὐεπίτακτος, κτίλος, καταπειθής, πείθαρχος, πειθήμων, πειθάνωρ, ἀκουστικός, ἐπήκοος, ἐπάκοος, κατήκοος, εὐήκοος, εὐάκοος, εὐήνιος, ἐπιτήδειος, πιθανός