ἀκράαντος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράαντος Medium diacritics: ἀκράαντος Low diacritics: ακράαντος Capitals: ΑΚΡΑΑΝΤΟΣ
Transliteration A: akráantos Transliteration B: akraantos Transliteration C: akraantos Beta Code: a)kra/antos

English (LSJ)

[κρᾱ], ον, (kraiai/nw) = ἄκραντος, Il.2.138, Od.2.202.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 no cumplido ἔργον Il.2.138, cf. Ps.Hdt.Vit.Hom.14.
2 que no se cumplirá, vano de palabras ἔπε' ἀκράαντα φέροντες Od.19.565, cf. Q.S.7.522, μυθέαι ἀκράαντον Od.2.202, ἄεθλον A.R.1.469, (ὀνείρατα) τά τις θεὸς ἀκράαντα θείη A.R.3.691, cf. ἄκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne s'accomplit pas, sans résultat, vain.
Étymologie: cf. ἄκραντος.

German (Pape)

ἄκραντος, Hom. dreimal, Il. 2.138 ἔργον ἀκράαντον, Od. 2.202 θεοπροπίης, ἣν σὺ μυθέαι ἀκράαντον, 19.565 ὄνειροι ἔπε' ἀκράαντα φέροντες.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράαντος: Hom. = ἄκραντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράαντος: [κρᾱ], ον, (κραιαίνω) = ἄκραντος, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀνεκτέλεστος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, Ἰλ. Β. 138, Ὀδ. Β. 202.

English (Autenrieth)

(κραιαίνω): unfulfilled, unaccomplished.

Greek Monolingual

ἀκράαντος, -ον (Α)
ο ἄκραντος.

Greek Monotonic

ἀκράαντος: [κρᾱ], -ον, Επικ. τύπος του ἄκραντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, ἄκαρπος, Λατ. irritus, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic form of ἄκραντος
unfulfilled, fruitless, Lat. irritus, Hom.