ἀκρίβωμα
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A exact knowledge, τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.1p.3U.; precise account, τινός ib.p.4 U.
2 consummate display of execution, in music, Phld. Mus.p.90 K. (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 descripción precisa o rigurosa τινός Epicur.Ep.[2] 36.6
•conocimiento riguroso τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.[2] 36.4.
2 construcción o ejecución rigurosa en las diversas artes, Phld.Mus.4.22.9.
German (Pape)
[Seite 81] τό, genaue Kenntniß, Diog. L. 10, 36.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρίβωμα: ατος (ῑ) τό точное (основательное) знание Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρίβωμα: τό, ἀκριβὴς γνῶσις, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36.
Greek Monolingual
ἀκρίβωμα, το (Α) ἀκριβῶ
1. (στον Επίκουρο) η ακριβής γνώση
2. (στη μουσική) η σωστή ερμηνεία στην εκτέλεση.