ἀλλαντοπώλης

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλαντοπώλης Medium diacritics: ἀλλαντοπώλης Low diacritics: αλλαντοπώλης Capitals: ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: allantopṓlēs Transliteration B: allantopōlēs Transliteration C: allantopolis Beta Code: a)llantopw/lhs

English (LSJ)

ἀλλαντοπώλου, ὁ, sausage-seller, Ar.Eq.143, al., Procop.Pers.1.26 (pl.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ morcillero Ar.Eq.143, 144, τοῖς λοιποῖς [ἀλ] λαντοπώλαις PHib.259.6 (III a.C.), cf. Procop.Pers.1.26.

German (Pape)

[Seite 102] ὁ, der Wursthändler (B. A. ἐντεροπώλης), Ar. Equ. 144 u. ff.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de saucissons.
Étymologie: ἀλλᾶς, πωλέω.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλλαντοπώλης)
αυτός που πουλάει αλλαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + -πώλης < πωλῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλαντοπωλῶ
(νεοελλ. αλλαντοπωλείο].

Greek Monotonic

ἀλλαντοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος ἀλλαντικών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλαντοπώλης:продавец колбас Arph.

Middle Liddell

πωλέω
a sausage-dealer, Ar.