ἀνεργία

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεργία Medium diacritics: ἀνεργία Low diacritics: ανεργία Capitals: ΑΝΕΡΓΙΑ
Transliteration A: anergía Transliteration B: anergia Transliteration C: anergia Beta Code: a)nergi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀεργία, v.l. for ἀνεργασία, Artem.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεργία: ἡ, = ἀεργία, ἀμφίβ. παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 28.

Greek Monolingual

η (Α ἀνεργία)
1. ακούσια αποχή από εργασία, έλλειψη απασχόλησης, αναδουλειά
2. Ιατρ. κατάπαυση της αλλεργίας σε άτομο που προηγουμένως αντιδρούσε θετικά σε κάποιο αντιγόνο
αρχ.
ραθυμία, οκνηρία.