ἀνοικονόμητος
English (LSJ)
ἀνοικονόμητον,
A not set in order, unarranged, Macho ap.Ath.8.341b, Longin.33.5.
II Act., managing badly, Plu.2.517e, v.l. in Gell.12.12.4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas desordenado εἴ τί σοι ἀνοικονόμητόν ἐστι Macho 73, τὸ ... τῆς δημηγορίας ἀ. Heraclid.Pont.174.35, cf. Longin.33, δημηγορίας ἀ. Ast.Am.Hom.5.7.1D.
2 de pers. que administra mal ἄνθρωπος Plu.2.517e.
II adv. -ως antieconómicamente ἀναλίσκων ... ἀ. Chrys.M.60.337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui administre mal.
Étymologie: ἀ, οἰκονομέω.
German (Pape)
1 nicht gut angeordnet und eingerichtet, Longinus De sublimitate. 33; Quint. 8.3; Machon. bei Ath. VIII.341b, vom Bestellen des Hauses vor dem Tode.
2 schlecht haushaltend, verschwenderisch, Plut. curios. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικονόμητος: плохо ведущий хозяйство (ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικονόμητος: -ον, ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ ἐν τάξει, ἄτακτος, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341Β, Λογγῖν. 33. 5: - οὐσιαστ. -νομησία, ἡ κακὴ διοίκησις, ἀταξία, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνοικονόμητος, -ον)
αβόλευτος, ατακτοποίητος
νεοελλ.
ειρων.
1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του
2. ενοχλητικός, άπληστος
αρχ.
αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά.