ἀντισήκωμα
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
-ατος, τό, equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
compensación Eust.546.25
•c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
Greek Monolingual
το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.
German (Pape)
τό, das Gleichgewicht, Vergeltung, Eust.
Translations
counterweight
Catalan: contrapès; Dutch: contragewicht; Finnish: vastapaino; French: contrepoids; German: Gegengewicht; Greek: αντίβαρο; Ancient Greek: ἀνθολκή, ἀντιρροπία, ἀντίρροπον, ἀντισήκωμα, ἀντισήκωσις, ἀντισοῦν, ἀντιστάθμησις, σήκωμα, τὸ ἀντίρροπον, τὸ ἀντισοῦν; Gujarati: ધડો; Irish: frithmheáchan; Italian: contrappeso; Norwegian Bokmål: motvekt; Nynorsk: motvekt; Polish: przeciwwaga; Portuguese: contrapeso; Romanian: contragreutate; Russian: противовес; Spanish: contrapeso; Swedish: motvikt; Tagalog: gantimbigat; Turkish: denge ağırlığı; Ukrainian: противага; Walloon: contrumas