ἀπαράτρεπτος
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B.
II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. ἀπαρατρέπτως = inflexibly M.Ant.1.16.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no vuelto ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva Phryn.PS 52.
2 no torcido, no distorsionado de la verdad, Eun.Cyz.Apol.6 M.30.840C.
II 1que no puede ser desviado, inflexible del tiempo, Dion.Alex. en Eus.PE 14.25.
2 de pers. o del carácter humano que no puede ser desviado o torcido, incorruptible, imparcial τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν Disp.Phot.M.88.565A, cf. Poll.8.10
•subst. τὸ ἀπαράτρεπτον = incorruptibilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.253.1.
III adv. ἀπαρατρέπτως = sin desviarse, con imparcialidad τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1.
German (Pape)
[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράτρεπτος: непреклонный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.
Greek Monolingual
ἀπαράτρεπτος, -ον (Α)
(για νόμους) αυτός που δεν επιδέχεται μετατροπή, αμετάβλητος, αναλλοίωτος.