ἀπορηματικός

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορηματικός Medium diacritics: ἀπορηματικός Low diacritics: απορηματικός Capitals: ΑΠΟΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aporēmatikós Transliteration B: aporēmatikos Transliteration C: aporimatikos Beta Code: a)porhmatiko/s

English (LSJ)

ἀπορηματική, ἀπορηματικόν,
A = ἀπορητικός, S.E.P.1.221, v.l. in Gal. Nat.Fac.2.9.
2 expressive of doubt, of particles, D.T.642.26, A.D. Conj.258.15. Adv. ἀπορηματικῶς S.E.M.8.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que duda de pers., op. δογματικός S.E.P.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. ἀπορητικός)
αἵρεσις Elias 109.28.
2 gram. que expresa duda, interrogativo σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.Coni.258.15, Gramm.Pap.2.110, 118, Sch.Er.Il.1.219a.

German (Pape)

[Seite 321] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορημᾰτικός:
1 Sext. = ἀπορητικός;
2 грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа ἆρα, μῶν и т. п.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορηματικός: -ή, -όν, = ἀπορητικός, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, οἷον, τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀπορηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που δηλώνει απορία ή αμηχανία
2. γραμμ. «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται απορία ή ζητείται γνώμη για το τι πρέπει να γίνει.