ἀπρόσικτος

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσικτος Medium diacritics: ἀπρόσικτος Low diacritics: απρόσικτος Capitals: ΑΠΡΟΣΙΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósiktos Transliteration B: aprosiktos Transliteration C: aprosiktos Beta Code: a)pro/siktos

English (LSJ)

ἀπρόσικτον, unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.

Spanish (DGE)

-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.

German (Pape)

[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: , προσικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσικτος: недоступный (ἔρωτες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.

English (Slater)

ἀπρόσικτος unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)

Greek Monolingual

ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

not to be attained, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπλησίαστος, ἀνέφικτος). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz

unattainable

Bulgarian: недостижим; Chinese Mandarin: 高不可攀的, 不可企及的; Czech: nedosažitelný, nedostupný; Danish: uopnåelig; Finnish: saavuttamaton; French: inatteignable; German: unerreichbar, nicht machbar; Greek: ανέφικτος; Ancient Greek: ἀδύνατος, ἄικτος, ἄϊκτος, ἀκίχητος, ἄληπτος, ἀνάλωτος, ἀνέτοιμος, ἀνέφικτος, ἀπρόσικτος; Latin: inaccessus; Manx: gyn roshtyn, neuroshtynagh; Norwegian Bokmål: uoppnåelig; Nynorsk: uoppnåeleg; Polish: niedosięgły, niedosiężny, nieosiągalny; Portuguese: inatingível, inalcançável; Russian: недостижимый, недоступный; Swedish: ouppnåelig