ἀπόμαξις

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμαξις Medium diacritics: ἀπόμαξις Low diacritics: απόμαξις Capitals: ΑΠΟΜΑΞΙΣ
Transliteration A: apómaxis Transliteration B: apomaxis Transliteration C: apomaksis Beta Code: a)po/macis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀπομάσσω)
A wiping off, Plu.Rom.21.
II taking an impression: metaph., copying, imitation, Iamb.Protr.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de lavar o limpiar frotando (la frente de las cabras del sacrificio en las Lupercalias) σφάττουσι γὰρ αἶγας ... ἕτεροι δ' ἀπομάττουσιν εὐθὺς ... γελᾶν δὲ δεῖ τὰ μειράκια μετὰ τὴν ἀπόμαξιν Plu.Rom.21.
2 imitación, representación διανοίας Alex.Aphr.in Metaph.523.14, κατὰ μίμησιν καὶ ἀπόμαξιν Iambl.Protr.21.

German (Pape)

[Seite 314] ἡ, 1) das Abwischen, Plut. Rom. 21. – 2) das Abdrücken, καὶ μίμησις Iambl. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'essuyer.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμαξις: εως ἡ стирание, вытирание Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμαξις: -εως, ἡ, (ἀπομάσσω) ἀποσπόγγισις, Πλουτ. Ρωμ. 21 ΙΙ. τὸ λαμβάνειν ἀποτύπωμα, Θεόδ. Στουδ.: ― μεταφ. ἀντιγραφή, μίμησις, Ἰαμβλ. Προτρ. 308.

Greek Monolingual

ἀπόμαξις, η (AM) απομάσσω
μσν.
λήψη αποτυπώματος
αρχ.
καθάρισμα με σφουγγάρι.

Greek Monotonic

ἀπόμαξις: -εως, ἡ (ἀπομάσσω), σφούγγισμα, σκούπισμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
a wiping off, Plut.