ἀπόφονος

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφονος Medium diacritics: ἀπόφονος Low diacritics: απόφονος Capitals: ΑΠΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: apóphonos Transliteration B: apophonos Transliteration C: apofonos Beta Code: a)po/fonos

English (LSJ)

ἀπόφονον, φόνος, αἷμα ἀ., unnatural murder, E.Or.163,192 (both lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
distinto a una muerte corriente ἀ. φόνος una muerte criminal E.Or.162, ἀ. αἷμα un crimen monstruoso E.Or.192.

German (Pape)

[Seite 335] φόνος, ungerechter, widernatürlicher Mord, Eur. Or. 163; αἷμα 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui diffère d'un meurtre ordinaire ; ἀπόφονον αἷμα EUR meurtre contre nature.
Étymologie: ἀπό, φόνος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόφονος: (об убийстве) противоестественный, вопиющий (φόνος, αἷμα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφονος: -ον, (*φένω), ἀπόφονος φόνος, ἄτοπος φόνος, Εὐρ. Ὀρ. 163· ἀπόφονον αἷμα αὐτόθι 192.

Greek Monolingual

ἀπόφονος, -ον (Α)
φρ. «φόνος ἀπόφονος» — άδικος φόνος.

Greek Monotonic

ἀπόφονος: -ον (*φένω), φόνος ἀπόφονος, άτοπος, παράδοξος φόνος, σε Ευρ.

Middle Liddell

[*φένω
unnatural murder, Eur.