ἀργυραμοιβικός

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβικός Medium diacritics: ἀργυραμοιβικός Low diacritics: αργυραμοιβικός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: argyramoibikós Transliteration B: argyramoibikos Transliteration C: argyramoivikos Beta Code: a)rguramoibiko/s

English (LSJ)

ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, of a money changer or for a money changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη) = the art of money changing, Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς = like a money changer Id.Hist.Conscr.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero, τράπεζα ἀργυραμοιβική = mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
subst. ἡ ἀργυραμοιβική = la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. ἀργυραμοιβικῶς = a la manera de los cambistas ἀργυραμοιβικῶς ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

Greek Monolingual

ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.

German (Pape)

zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.