ἀροτρεύς
From LSJ
English (LSJ)
-έως, ὁ, = ἀροτρευτήρ (plougher, husbandman), Theoc. 25.1, 51, Bion Fr. 9.8, etc.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
arador, labrador ὡραῖος ἀ. Arat.1075, de Heracles δῖος ἀ. Theoc.25.51, βοῶν ἐπίουρος ἀ. Theoc.25.1, cf. A.R.1.1172, Bio Fr.13.8, Nonn.D.1.107.
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, der Pflüger, Theocr. 25, 1; Arat. 1075; Anth. öfter, z. B. Mel. 111 (VII, 196); βοῦς ἀροτρεύς bei Dem. Mid. 53 im Orak. ist zw. L.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀροτρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτρεύς: έως ὁ Theocr., Anth. = ἀροτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρεύς: έως, ὁ, = τῷ ἐπ., Θεόκρ. 25, 1, 51, Βίων 4. 8, κτλ.
Greek Monolingual
ἀροτρεύς, ο (Α) αροτρεύω
αυτός που οργώνει.
Greek Monotonic
ἀροτρεύς: -έως, ὁ (ἄροτρον), γεωργός, ζευγολάτης, = το επόμ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἄροτρον
a ploughman, = ἀροτρευτήρ, Theocr.