ἀσίδηρος
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not of iron, μοχλοί E.Ba.1104; not made by iron, αὖλαξ AP9.299 (Phil.).
II without sword, χείρ E.Ba.736; μάχη sham fight, Onos.10.4; βίος Max.Tyr.36.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que no tiene o utiliza el hierro, sin hierro de armas μοχλοί E.Ba.1104, δοράτια Luc.Bacch.1
•carente de armas, desarmado χείρ E.Ba.736, ἀ. μάχη combate simulado Onas.10.4, de pers. Plu.Crass.31, Luc.Scyth.3, Nonn.D.13.480, 17.25
•carente de aperos o instrumentos βίος ἀ. vida de ocio ref. a la edad de oro, Max.Tyr.36.1, χείρ AP 9.52 (Carph.), ref. a una curación milagrosa ἰητήρ Nonn.Par.Eu.Io.12.40, ἀ. εἱρκτή cárcel sin cadenas LXX Sap.17.15.
2 que no ha sido hecho con el hierro αὖλαξ ἀ. surco no trazado por el arado, AP 9.299 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 370] ohne Eisen, ohne Schwert, χείρ Carphylld. 1 (IX, 12); Eur. Bacch. 735; μοχλοί 1102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non en fer;
2 non travaillé par le fer;
3 sans fer, sans glaive.
Étymologie: ἀ, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσίδηρος: дор. ἀσίδᾱρος 2 (ῐ)
1 не железный (μόχλοι Eur.);
2 вырытый не железом (αὖλαξ ἐν ὕδασιν Anth.);
3 не вооруженный (χείρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίδηρος: [ῐ], -ον, ὁ οὐχὶ ἐκ σιδήρου, μοχλοὶ Εὐρ. Βάκχ. 1104· ὁ μὴ σχηματιζόμενος διὰ τοῦ σιδήρου, δηλ. τοῦ ἀρότρου, αὔλακα τὰν ἀσίδαρον ἐν ὕδασιν ἕλκομεν ἄμφω Ἀνθ. Π. 9. 299. ΙΙ. ὁ ἄνευ ξίφους, χειρὸς ἀσιδήρου μετὰ Εὐρ. Βάκχ. 736.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσίδηρος, -ον)
αυτός που δεν περιέχει σίδηρο
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο
2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος.
Greek Monotonic
ἀσίδηρος: [ῐ], -ον,
I. αυτός που δεν προέρχεται από σίδηρο, σε Ευρ.· αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Ανθ.
II. αυτός που δεν έχει ξίφος, άοπλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. not of iron, Eur.: not made by iron, Anth.
II. without sword, unarmed, Eur.