ἀσηρής
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἀσηρές, = ἀσηρός (causing discomfort, feeling disgust, disdainful, feeling discomfort), causing discomfort, Gal. 18(2).850.
Greek Monolingual
ἀσηρής (-οῦς), -ες και ἀσηρός, -ά, -ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) άση
1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία
2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι.