ἄγημα
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
τό, (from ἄγω, or perhaps Dor. for ἥγημα; Boeot. ἄγειμα, BCH18.534 (Thisbe))
A anything led, division, corps of an army, of the Lacedaemonians, X.Lac.11.9, 13.6: in the Macedonian army, the Guard, Plb.5.65.2, Arr.An.1.1.11; τῶν ἱππέων τὸ ἄ. ib.4.24.1; τῶν πεζῶν τὸ ἄ. 2..3; τῶν ἐλεφάντων Phylarch.1: in the armies of the Ptolemies, etc., PPetr.3p.22 (iii B. C.), Plu.Eum.7, App.Syr.32, cf. Ael.Dion.Fr.8; Βασιλικὸν ἄ. Plb.5.82.4.
II name of a district in the Heracleopolite nome, PHib.101.3, PTeb.3.38.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): beoc. ἄγειμα BCH 18.1894.534 (Tisbe II a.C.?)
I 1unidad militar, división militar de los Lacedemonios, X.Lac.11.9, 13.6.
2 en época helenística cuerpo de élite, la guardia personal τὸ λεγόμενον παρὰ τοῖς Μακεδόσιν ἄ. Plb.5.25.1, cf. Arr.An.1.1.11, βασιλικὸν ἄ. de Ptolomeo IV, Plb.5.82.4, cf. 5.65.2, 5.84.7, PPetr.2 1.16.117, 1.18.18 (ambos III a.C.), Plu.Eum.7, App.Syr.32, Ael.Dion.α 18, τὸ καλούμενον ἄ. κράτιστον εἶναι δοκοῦν σύστημα τῶν ἱππέων de Antíoco IV, Plb.30.25.8, cf. Arr.An.4.24.1, τῶν πεζῶν Arr.An.2.8.3, τῶν ἐλεφάντων Phylarch.41.
II Agema o Guardia n. de una toparquía del nomo Heracleopolita PHib.101.3 (III a.C.), PTeb.987.5 (II a.C.), a su vez dividida en dos partes: Κάτω Ἄγημα BGU 2437.26 (I a.C.), Ἄνω Ἄγημα PHels.6.2 (II a.C.).
• Etimología: Cf. quizá ἄγω, aunque tb. podría ser un simple equivalente de ἥγημα.
German (Pape)
[Seite 13] τό, dor. für ἥγημα, ein Heereszug, nur Xen. Lac. 11, 9. 13, 6; bes. im macedonischen Heere, der Kern desselben, die Garde, Polyb. 5, 65. 31, 3, 8; Reiterei, Plut. Eum. 7; vgl. agema bei Liv. u. Curt.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 corps d'armée lacédémonien;
2 corps d'élite macédonien, garde des rois de Macédoine.
Étymologie: ἄγω, ou dor. p. ἥγημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄγημα -ατος, τό ἡγέομαι Dor., divisie, corps (in het Macedonische leger).
Russian (Dvoretsky)
ἄγημα: ατος τό
1 (в Спарте), отряд, войско, Xen.;
2 (в Македонии), отборное войско, гвардия, Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγημα: τό, (ἐκ τοῦ ἄγω, ἢ ἴσως Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἥγημα), τὸ ὁδηγούμενον, διαίρεσις ἢ μέρος στρατοῦ τῶν Λακεδαινομίων, Ξεν. Λακ. 11. 9, 13, 6. Ἀλλ’ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, οἱ σωματοφύλακες, ἐκλεκτὸν τάγμα, Πολύβ 5. 65, 2. Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, τῶν ἱππέων τὸ ἄγ., ὁ αὐτ 4 24, 1, τῶν πεζῶν τὸ ἄγ, 2. 8. 3, τῶν ἐλεφάντων, Ἀθήν 539E.
Greek Monotonic
ἄγημα: -ατος, τό (ἄγω), οτιδήποτε οδηγείται· τμήμα στρατεύματος (ειδικά των Λακεδαιμονίων), σώμα στρατού, σε Ξεν.