μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
στρατεία, φώς, πολεμικόν, ταγή, κῶμος, μάχιμον, στρατηλασία, στρατηλασίη, στράτευμα, στρατός, στρατιά, στρατιή, στολή, στολά, σπολά, ἀμφί, ὅπλισμα, ἄγημα, στρατιωτικόν, ποιμανόριον, σύνταξις, σύνταγμα, ἀλκή, ῥώμη