Ἀτρυτώνη
English (LSJ)
ἡ, the Unwearied, title of Pallas Athene, Il.2.157, Od. 4.762, etc. (Lengthd. form of ἀτρύτη, as Ἀϊδωνεύς of Ἅιδης.)
Spanish (DGE)
(Ἀτρῡτώνη) -ης, ἡ
Atritona epít. de Atenea la Infatigable, Il.2.157, 5.115, 10.284, Od.4.762, 6.324, Hes.Th.925, Euph.134, D.H.Comp.5.4, Q.S.1.514, 14.326, AP 15.11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
l'Infatigable ou l'Invincible (Athéna).
Étymologie: ἄτρυτος.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀτρῡτώνη: ἡ, ἡ Ἀκαταπόνητος, ἡ Ἀδάμαστος, ὄνομα τῆς Παλλάδος Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Β. 157, Ὀδ. Δ. 762, κτλ. (κατ’ ἔκτασιν ἐκ τοῦ ἀτρύτη ὡς τὸ Ἀϊδωνεὺς ἐκ τοῦ Ἄιδης).
Greek Monolingual
Ἀτρυτώνη (Α)
(επίθ. της Αθηνάς) η Ακαταπόνητη, η Αδάμαστη.
Greek Monotonic
Ἀτρῠτώνη: ἡ, η Ακαταπόνητη, όνομα της Παλλάδας, σε Όμηρ. (εκτετ. τύπος του ἀτρύτη, όπως το Ἀϊδωνεύς από Ἅιδης).
Middle Liddell
the unwearied, a name of Pallas, Hom. [Lengthd. form of ἀτρύτη, as Ἀϊδωνεύς of Ἅιδης.]
German (Pape)
[ῡ], = ἀτρύτη, bei Hom. und Sp. Beiname der Athene, die Unbezwungene, Unermüdliche.