ἐγκράζω

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκράζω Medium diacritics: ἐγκράζω Low diacritics: εγκράζω Capitals: ΕΓΚΡΑΖΩ
Transliteration A: enkrázō Transliteration B: enkrazō Transliteration C: egkrazo Beta Code: e)gkra/zw

English (LSJ)

aor. ἐνέκρᾰγον: pf. -κέκρᾱγα:—to cry aloud at one, esp. in anger, τινί v.l. in Ar.Pl.428; ἐπί τινα v.l. in Th.8.84; φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἐνέκραξαν l. de LXX Ps.106.6 en Chrys.M.55.667, aor. part. masc. plu. ἐγκραγόντες Men.Sic.211, Plu.Cor.39, fem. sg. ἐγκραγοῦσαν Plu.2.357c; perf. part. neutr. ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5]
gritar c. ac. adverb. οὐ γὰρ ἂν τοσουτονὶ ἐνέκραγες ἡμῖν pues no nos darías tantos gritos Ar.Pl.428, μέγ' ἐγκραγόντες Men.l.c., c. inf. ὁ δ' αὐτῷ σιγᾶν ἐγκραγών I.BI 1.622, c. complet. ἐγκραγόντες οἱ θρασύτατοι ... ὡς οὐκ ἔστιν ... Plu.Cor.39, c. obj. dir. τοῦτον πόρρωθεν ἐγκραγών gritándole desde lejos como despedida, Synes.Ep.61
part. c. valor abs. φωνοῦσιν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός tienen una voz aguda y chillona Arist.l.c., cf. Plu.2.357c (= Eudox.Fr.290).

German (Pape)

[Seite 709] (s. κράζω), auf Einen losschreien, τινί, Ar. Plut. 427 u. Sp.; ἐπί τινα, Thuc. 8, 84, l. d.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 ἐνέκραγον > part. ἐγκραγών, et pf. ἐγκέκραγα;
crier contre : τινι, ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐν, κράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκράζω: (aor. 2 ἔγκραγον) громко кричать (на кого-л.) (ἐπί τινα Thuc. и τινί Arph.): φωνεῖν ἐγκεκραγός (part. pf. n = adv.) Arst. говорить крикливым голосом.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκράζω: μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― κράζω μεγαλοφώνως πρός τινα, ἰδίως μετὰ θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.

Greek Monolingual

ἐγκράζω (Α)
φωνάζω δυνατά, κράζω.

Greek Monotonic

ἐγκράζω: μέλ. -κράξομαι, αόρ. βʹ -έκρᾰγον· φωνάζω δυνατά σε κάποιον, τινί, σε Αριστοφ.· ἐπί τινα, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -κράξομαι aor2 -έκρᾰγον
to cry aloud at one, τινί Ar.; ἐπί τινα Thuc.