ἐκκομπάζω

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκομπάζω Medium diacritics: ἐκκομπάζω Low diacritics: εκκομπάζω Capitals: ΕΚΚΟΜΠΑΖΩ
Transliteration A: ekkompázō Transliteration B: ekkompazō Transliteration C: ekkompazo Beta Code: e)kkompa/zw

English (LSJ)

boast loudly, κατά τι S.El.569.

Spanish (DGE)

vanagloriarse, presumir ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλών S.El.569, cf. Hsch.s.u. ἐξεκόμπασεν, en v. pas. Men.Prot.19.1.91.

German (Pape)

[Seite 764] verstärktes simplex, Soph. El. 559.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐκκομπάσας;
se vanter sans mesure.
Étymologie: ἐκ, κομπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκομπάζω: хвалиться, хвастаться (κατά τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκομπάζω: κομπορρημονῶ, οὗ κατὰ σφαγὰς ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλὼν Σοφ. Ἠλ. 569.

Greek Monolingual

ἐκκομπάζω (Α)
κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι.

Greek Monotonic

ἐκκομπάζω: μέλ. -σω, καυχιέμαι, περηφανεύομαι πολύ, κομπορρημονώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. σω
to boast loudly, Soph.