ἐκκομπάζω
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
boast loudly, κατά τι S.El.569.
Spanish (DGE)
vanagloriarse, presumir ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλών S.El.569, cf. Hsch.s.u. ἐξεκόμπασεν, en v. pas. Men.Prot.19.1.91.
German (Pape)
[Seite 764] verstärktes simplex, Soph. El. 559.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐκκομπάσας;
se vanter sans mesure.
Étymologie: ἐκ, κομπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκομπάζω: хвалиться, хвастаться (κατά τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομπάζω: κομπορρημονῶ, οὗ κατὰ σφαγὰς ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλὼν Σοφ. Ἠλ. 569.
Greek Monolingual
ἐκκομπάζω (Α)
κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι.
Greek Monotonic
ἐκκομπάζω: μέλ. -σω, καυχιέμαι, περηφανεύομαι πολύ, κομπορρημονώ, σε Σοφ.