ἐκπέσσω
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
Att. ἐκπέττω,
A cook thoroughly: hence,
1 of animals, digest or concoct food thoroughly, Hp.VM22.
2 of plants, ripen, τὸν καρπόν Thphr. HP 2.2.4:—Pass., of nourishment, to be assimilated, Arist.Col.799a11.
3 of eggs, hatch, Id.HA562b18 (Pass.), al.
4 ripen, bring to a head, of an abscess, Dsc.Eup.1.142.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἐκπέττω
fisiol.
I tr.
1 llevar a cocción el alimento en el organismo, digerir οὔτ' ἐκπέσσει οὔτ' ἀφίησι Hp.VM 22, cf. Aret.SD 2.7, Gal.4.155, 184, 196, en v. pas. δι' ὀλιγότητα τῆς τροφῆς ἐκπεττομένης Arist.Col.799a11
•llevar a la completa maduración, hacer madurar abscesos ἐκπέσσει δὲ φύματα ἁβρότονον ἑψηθέν Dsc.Eup.1.142, ref. la maduración de los frutos ὥστε μὴ ἐκπέττειν τὸν καρπόν (τὴν ἄμπελον) Thphr.HP 2.2.4, cf. 8.4, 4.8.8, Plu.2.683d.
2 fig. aliviar, mitigar ἡ σιγὴ τὸ διοιδοῦν τῆς ψυχῆς ... ἐκπέττουσα mitigando el silencio el dolor del alma Gr.Nyss.Flacill.475.16.
II intr. madurar, alcanzar la plena maduración τὰ μὲν (μῆλα) γὰρ ἀφῄρηται, τὰ δὲ ἀνθεῖ, τὰ δὲ ἐκπέττει Thphr.HP 4.4.3
•tb. en v. med. τὰ ἄνθη ... ταχέως ἐκπέττεται Arist.Col.797a1, ἐκπέττεται τε καὶ ἐκλέπεται ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν τὸ γένομενον πρότερον τῶν ᾠῶν Arist.HA 562b18, cf. GA 752b31.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πέσσω), auskochen, ausbacken; von Früchten = zeitigen, reisen, Theophr.; von der Nahrung = verdauen, Hippocr., Arist.; auch von Eiern, = ausbrüten, Arist. H. A. 5, 28.
French (Bailly abrégé)
amener à maturité ; faire éclore.
Étymologie: ἐκ, πέσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέσσω: атт. ἐκπέττω
1 переваривать (ἡ τροφὴ ἐκπέττεται Arst.);
2 (о животных), доводить до состояния зрелости (ἐκπέψαι καὶ ξηρᾶναι τὸ κέρας Arst.); pass. распускаться (ἐκπέττεται τὰ ἄνθη Arst.), высиживаться (ἐκπέττεται τὰ ᾠά Arst.) или рождаться, возникать (σκώληκες ἐκ τῆς γῆς ἐκπέττονται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πέψω· ‒ μαγειρεύω ἐντελῶς: ἐντεῦθεν. 1) ἐπὶ ζῴων, χωνεύω τὴν τροφὴν ἐντελῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: ‒ Παθ., ἐπὶ τῆς τροφῆς, Ἀριστ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ὡριμάζω, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 2, 4. 3) ἐπὶ ᾠῶν, ἐκκολάπτω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 2.
Greek Monolingual
ἐκπέσσω (Α) και αττ. τ. ἐκπέττω και ἐκπέπτω
1. μαγειρεύω καλά, για πολλή ώρα
2. (για ζώα) χωνεύω εντελώς
3. (για φυτό) ωριμάζω
4. (για τροφή) αφομοιώνομαι
5. (για αβγό) εκκολάπτω
6. (για απόστημα) γεμίζω πύον.