ἐνυφίστημι
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
German (Pape)
[Seite 860] (s. ἵστημι), hineinstellen. – Med. u. intr. tempp. des act. = darin stehen, darin sein; ἐνυπέστης M. Ant. 4, 14; a. Sp.; τὸν πόλεμον, bestehen, Ios.
Spanish (DGE)
I en v. act. sólo aor. rad. llegar a existir ἐνυπέστης ὡς μέρος naciste como parte (de un todo), M.Ant.4.14.
II en v. med.
1 constituirse τὰ γινόμενα ἐν τῷ ἑνί τε καὶ σύμπαντι ... ἅμα ἐνυφίσταται M.Ant.6.25, τῇ δὲ ἀποπτώσει ταύτης (ζωῆς) ἐνυφίσταται ἡ τοῦ θανάτου φύσις en la desaparición de ésta (la vida) se constituye la naturaleza de la muerte Gr.Nyss.Hom.in Cant.350.3, cf. Sch.Luc.ITr.38.
2 tener una entidad dentro de un grupo, estar entre, formar parte de πρὸς ταύτην οὖν τῶν ἀποστόλων τὴν δόξαν ... ὁ μακάριος ἐνυ<φι>στάμενος Παῦλος Gennad.Fr.Rom.1.16-17 (p.355).