ἐξανέρχομαι
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
come forth from, γῆς ἐξανελθών E.Tr.753.
Spanish (DGE)
surgir, salir del interior de c. gen. οὐκ εἶσιν Ἕκτωρ ... γῆς ἐξανελθὼν σοὶ φέρων σωτηρίαν Andrómaca a Astianacte, E.Tr.753
•surgir de las profundidades ἐκ δ' ἄρα κεῖθεν ἀνέρχεται Man.2.124 (tm.).
German (Pape)
[Seite 869] (s. ἔρχομαι), = ἐξάνειμι, γῆς Eur. Tr. 748.
French (Bailly abrégé)
sortir de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀνέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανέρχομαι: вновь подниматься, возвращаться: γῆς ἐξανελθών Eur. встав из земли, воскреснув.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανέρχομαι: ἀνέρχομαι ἔκ τινος, γῆς ἐξανελθὼν Εὐρ. Τρῳ. 748.
Greek Monolingual
ἐξανέρχομαι (Α)
ανέρχομαι, βγαίνω από κάπου («γῆς έξανελθών», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξανέρχομαι: βγαίνω έξω, εξέρχομαι από, με γεν., σε Ευρ.