ἐξευτρεπίζω
From LSJ
English (LSJ)
strengthened for εὐτρεπίζω, E.El.75.
German (Pape)
[Seite 880] verstärktes εὐτρεπίζω, Eur. El. 75.
French (Bailly abrégé)
préparer.
Étymologie: ἐξ, εὐτρεπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευτρεπίζω: приготовлять, устраивать (τὰ ἐν δόμοις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευτρεπίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ εὐτρεπίζω, Εὐρ. Ἠλ. 75.
Greek Monolingual
ἐξευτρεπίζω (Α) ευτρεπίζω
ευτρεπίζω τελείως, συγυρίζω πολύ καλά.
Greek Monotonic
ἐξευτρεπίζω: προετοιμάζω, παρασκευάζω, σε Ευρ.