ἐπανακύπτω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
A have an upward slope, X.Eq.12.13.
II rise up to thwart, ταῖς ἐλπίσιν τινός J.BJ1.31.1.
2 ἐπανέκυψε λόγος a new argument rose up, Plu.2.725c.
German (Pape)
[Seite 900] sich in die Höhe richten, Xen. de re equ. 12, 13; entgegenstehen, τινί, Ios.; Plut. Symp. 8, 5.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπανέκυψα;
se redresser en arrière, se relever ; fig. ἐπανέκυψε λόγος PLUT un nouvel argument vint à la rescousse.
Étymologie: ἐπί, ἀνακύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανακύπτω:
1 быть направленным вверх, подниматься: μικρὸν ἐπανακύπτουσα ἡ λόγχη Xen. немного приподнятое (острием) копье;
2 появляться, возникать: ἐπανέκυψε λόγος Plut. появился (новый) довод.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακύπτω: μέλλ. -ψω, τείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἢν γά... μικρὸν ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῇ Ξεν. Ἱππ. 12. 13. ΙΙ. ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 31, 1. 2) ἐπανέκυψε λόγος, νέον ἐπιχείρημα παρουσιάσθη, Πλούτ. 2. 725Β.
Greek Monolingual
ἐπανακύπτω (Α) κύπτω
1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.)
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» — προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπανακύπτω: μέλ. -ψω, τείνω προς τα πάνω, σε Ξεν.