ἐπαναπίπτω
From LSJ
English (LSJ)
lie down on, φύλλοις ῥόδων Ael.VH9.24.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἐπαναπεσών;
tomber sur, se jeter sur, se coucher sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀναπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπίπτω: πλαγιάζω ἐπί τινος, φύλλοις ῥόδων γοῦν ἐπαναπεσὼν καὶ κοιμηθεὶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 24.
Greek Monolingual
και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω)
ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω
μσν.-αρχ.
1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ' αὐτῶν», Αιλ.).