ἐπιζέω

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιζέω Medium diacritics: ἐπιζέω Low diacritics: επιζέω Capitals: ΕΠΙΖΕΩ
Transliteration A: epizéō Transliteration B: epizeō Transliteration C: epizeo Beta Code: e)pize/w

English (LSJ)

A boil over, πυρὸς καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος Plu.2.399d; bubble up, πομφόλυγες -ζέουσαι Arr. in Stob.App.p.9G.; effervesce, Dsc. 5.74: metaph., ἀκούσαντί μοι ἡ νεότης ἐπέζεσε my youthful spirit boiled over when I heard, Hdt.7.13; οὐ θαυμάσιον ἐπιζεῖν τὴν χολήν Ar. Th.468; θυμάλωψ ἐπέζεσεν (as if he had said θυμός) Id.Ach.321; κέντρ' ἐπιζέσαντα of the poison working out of the skin, S.Tr.840 (lyr.): c. dat., δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσεν E.Hec.583.
II. Act., cause to boil, heat, c. acc., ἐπιζεῖν λέβητα πυρί Id.Cyc.392: me taph., δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε τὸ Ταντάλειον σπέρμα Id.IT987.

German (Pape)

[Seite 941] (s. ζέΕω), poet. ἐπιζείω, darauf, darüber kochen, sieden, intrans., ἐκ βυθοῦ νῆσον ἀναδῦναι μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος Plut. de Pyth. or. 11. – Übertr., ἄμμιγά νιν αἰκίζει κέντρ' ἐπιζέσαντα Soph. Tr. 837, die durch das Gift veranlaßten brennenden Schmerzen; δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε Eur. Hec. 583; ἡ νεότης ἐπέζεσε, der jugendliche Muth braus'te auf, Her. 7, 13; ἡ χολὴ ἐπιζεῖ, die Galle läuft über, Ar. Th. 468; θυμάλωψ ἐπέζεσεν Ach. 321; ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους Luc. Abdie. 16; so auch δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε Eur. I. T. 987, wo das folgende σπέρμα nicht davon abhängt. – Activ. heiß machen, kochen lassen, λέβητ' ἐπέζεσεν πυρί Eur. Cycl. 391, zweifelhaft.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιζέσω, ao. ἐπέζεσα, pf. inus.
1 bouillonner sur ou à la surface;
2 déborder en bouillonnant : δεῖνόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε EUR la fatalité s'est débordée en un affreux malheur pour les descendants de Priam.
Étymologie: ἐπιζέω.

Greek Monolingual

ἐπιζέω (Α) ζέω
1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)
2. (για δηλητήριο) επενεργώ
3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῖν λέβητα»).

Greek Monotonic

ἐπιζέω: μέλ. -ζέσω,
I. φουσκώνω, κοχλάζω· μεταφ., ἡ νεότης ἐπέζεσε, η νεανική μου ψυχή «έβραζε», σε Ηρόδ.· κέντρ' ἐπιζέσαντα, λέγεται για το δηλητήριο που ενεργεί στο δέρμα, σε Σοφ.· πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε, σε Ευρ.
II. Ενεργ., κάνω κάτι να βράσει, θερμαίνω, με αιτ., ἐπιζεῖν λέβητα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιζέω: (fut. ἐπιζέσω, aor. ἐπέζεσα)
1 кипеть, вскипать, закипать, бурлить (κλύδων ἐπιζέσας Plut.; перен. χολὴ ἐπιζεῖ Arph.): ἡ νεότης ἐπέζεσε Her. юношеский дух вскипел;
2 разгораться, вспыхивать (θυμάλωψ ἐπέζεσεν Arph.; перен. ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους Luc.): κέντρα ἐπιζέσαντα Soph. жгучие жала; δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε θεῶν ἀναγκαῖον τόδε Eur. божественный рок обрушился страшным бедствием на потомков Приама;
3 кипятить (χάλκεον λέβητα πυρί Eur.).

Middle Liddell

fut. -ζέσω
I. to boil overmetaph., ἡ νεότης ἐπέζεσε my youthful spirit boiled over, Hdt.; κέντρ' ἐπιζέσαντα, of the poison working out of the skin, Soph.; πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε Eur.
II. Causal, to make to boil, heat, c. acc., ἐπιζεῖν λέβητα Eur.