ἐπιψύχω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῡ],
A cool, A.R.2.525, Ph.2.345, Plu.Sert.8.
II Pass., take a chill afterwards, Hp.Mul.1.54; but ἐπιψυγῆναι to be cooled still more, Gal.11.567.
German (Pape)
[Seite 1006] abkühlen, γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι Ap. Rh. 2, 525; Plut. Sertor. 8; Philo.
French (Bailly abrégé)
souffler sur ; rafraîchir, acc..
Étymologie: ἐπί, ψύχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψύχω: (ῡ) остужать, охлаждать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψύχω: καθιστῶ τι ψυχρόν, «δροσερόν», γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι ἐκ Διὸς αὖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 525, Πλουτ. Σερτ. 8.
Greek Monolingual
ἐπιψύχω (Α)
1. καθιστώ ψυχρό κάτι
2. παθ. ἐπιψύχομαι
α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος
β) κρυώνω ακόμη περισσότερο.
Greek Monotonic
ἐπιψύχω: [ῡ], ψύχω, δροσίζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to cool, Plut.