ἐργαθεῖν
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ep. ἐεργαθεῖν, Att. εἰργᾰθεῖν, poet. aor. 2 inf. of εἴργω,
A sever, cut off, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν Il.5.147; ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11.437.
II hold back, check, S.El.1271, E.Ph.1175, A.R. 3.1171.
French (Bailly abrégé)
v. *εἰργάθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαθεῖν: Ἐπ. ἐεργαθεῖν, Ἀττ. εἰργαθεῖν, ποιητ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. του εἴργω, χωρίζω, ἀποκόπτω, ἀπὸ δ’ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν Ἰλ. Ε. 147· ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν Λ. 437. ΙΙ. ἀναχαιτίζω, Σοφ. Ἠλ. 1271. Εὐρ. Φοίν. 1175, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1171: πρβλ. κατειργαθόμην. Περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, εἰκαθεῖν.
Greek Monotonic
ἐργᾰθεῖν: Επικ. ἐεργᾰθεῖν, Αττ. εἰργᾰθεῖν, ποιητ. απαρ. αορ. βʹ του εἴργω·
I. χωρίζω, αποκόπτω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αναχαιτίζω, εμποδίζω, ελέγχω, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
[poetic aor2 inf of εἴργω
I. to sever, cut off, Il.
II. to hold back, check, Soph., Eur.