ἐφέσπερος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἐφέσπερον, (ἑσπέρα) western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.
German (Pape)
gegen Abend, westlich, χῶρος Soph. O.C. 1062 ch.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέσπερος: -ον, (ἑσπέρα) δυσμικός, χῶρος Σοφ. Ο. Κ. 1059.
Greek Monolingual
ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].
Greek Monotonic
ἐφέσπερος: -ον (ἑσπέρα), δυτικός, σε Σοφ.