ἐφανδάνω
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
Ep. ἐπιανδάνω, please, be grateful to, c. dat., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως Il.7.407; βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε ib.45; τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od.16.406: aor. ἐπεύαδεν Musae.180: c. inf., A.R. 3.950, Orph.A.773.
German (Pape)
[Seite 1112] (s. ἁνδάνω), gefallen, belieben, Hom. ἥ (βουλή) ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσιν, Il. 7, 45; sonst ἐπιανδάνω, 7, 407, τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od. 16, 406; sp. D., οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανε Opp. Hal. 4, 253, ὅ μοι ἐπιανδάνει αὐτῷ Ap. Rh. 3, 171; aor. ἐπεύαδεν Mus. 180.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐφήνδανον;
plaire à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἁνδάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφανδάνω: эп. ἐπιανδάνω (impf. ἐφήνδανον) нравиться, быть по сердцу (τινί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφανδάνω: μέλλ. -αδήσω: Ἐπικ. ἐπιανδάνω: - ἀρέσκω τινί, ἐμοὶ δ’ ἐπιανδάνει οὕτως, «ἐπαρέσκει» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 407· βουλὴν ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε αὐτόθι 45· τοῖσιν δ’ ἐπιήνδανε μῦθος Ὀδ. Π. 406: ἀόρ. ἐπεύαδεν, Μουσαῖος 180· μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 950, Ὀρφ. Ἀργ. 771.
English (Autenrieth)
(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.
Greek Monolingual
ἐφανδάνω, επικ. τ. ἐπιανδάνω (Α)
είμαι ευχάριστος, αρέσω, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁνδάνω «αρέσω»].
Greek Monotonic
ἐφανδάνω: μέλ. -αδήσω· Επικ. ἐπι-ανδάνω· αρέσω, φαίνομαι αρεστός, με δοτ., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fut. -αδήσω epic ἐπι-ανδάνω
to please, be grateful to, c. dat., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως Il.; τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος Od.