ἐχινόπους

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῑνόπους Medium diacritics: ἐχινόπους Low diacritics: εχινόπους Capitals: ΕΧΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: echinópous Transliteration B: echinopous Transliteration C: echinopous Beta Code: e)xino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, kind of prickly-plant, Genista acanthoclada, perhaps the same as ἔχιον, Eleg. ap. Plu.2.44e (pl.), cf. Hsch. s.v. λυκόφανον, EM405.12.

German (Pape)

[Seite 1126] οδος, ὁ, Igelfuß, eine stachlige Pflanze, nach Sprengel genista lusitanica oder spartium horridum, Ath. III, 97 d; poet. bei Plut. de audit. 8.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
pied de hérisson, sorte de chardon, plante.
Étymologie: ἐχῖνος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐχῑνόπους: ποδος ὁ досл. «ежовая лапка», предполож. дрок (Genista Lusitanica) или дереза (Spartium horridum) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνόπους: οδος, ὁ, εἶδος ἀκανθώδους φυτοῦ, ἴσως ταυτόσημον τῷ ἐχίῳ, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε, πρβλ. Ἀθήν. 97D.

Greek Monolingual

ο (Α ἐχινόπους)
νεοελλ.
βοτ. γένος χεδρωπών φυτών
αρχ.
το φυτό εχινόπους ο ακανθόκλαδος, πιθ. ταυτόσημο με το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + πους].