ἑπταπόδης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, ὁ, seven feet long, θρῆνυς Il.15.729; ἄξων Hes. Op.424.
German (Pape)
[Seite 1013] ὁ, sieben Fuß lang, θρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de sept pieds.
Étymologie: ἑπτά, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπόδης: ου adj. m семифутовый (θρῆνυς Hom.; ἄξων Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπόδης: -ου, ὁ ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, θρῆνυς Ἰλ. Ο. 729· ἄξων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 422. Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(πούς): seven feet long, Il. 15.729†.
Greek Monolingual
ἑπταπόδης, ὁ (Α)
μήκους επτά ποδών.
Greek Monotonic
ἑπταπόδης: -ουὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος εφτά ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.