ἔκτηξις

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτηξις Medium diacritics: ἔκτηξις Low diacritics: έκτηξις Capitals: ΕΚΤΗΞΙΣ
Transliteration A: éktēxis Transliteration B: ektēxis Transliteration C: ektiksis Beta Code: e)/kthcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A melting away: hence, attenuation, φλεβῶν Hp. Aër.10 (v.l. ἔκτασιν).
II cancelling of contract, BCH37.91 (Beroea).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medic. eliminación de líquidos orgánicos δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.Prorrh.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4
licuación τῶν φλεβῶν Hp.Aër.10
consunción, extenuación, enflaquecimiento excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.Epid.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.Urin.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.in Hp.Progn.192.40.
2 fig. aflicción extrema παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.in Ps.279.17.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Ausschmelzen, Ausfließenmachen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dissolution, exténuation.
Étymologie: ἐκτήκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτηξις: -εως, ἡ, ἡ τῆξις, ἡ ἐξάντλησις, φλεβῶν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.

Greek Monolingual

ἔκτηξις, η (Α)
1. τήξη, λέπτυνση, εξάντλησηἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.)
2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ..