ἡμετέρειος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμετέρειος Medium diacritics: ἡμετέρειος Low diacritics: ημετέρειος Capitals: ΗΜΕΤΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hēmetéreios Transliteration B: hēmetereios Transliteration C: imetereios Beta Code: h(mete/reios

English (LSJ)

ἡμετέρειον, = ἡμεδαπός, Anacr.71, Anaxandr.9.

German (Pape)

[Seite 1166] der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.

Russian (Dvoretsky)

ἡμετέρειος: Anacr. = ἡμεδαπός I.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμετέρειος: -ον, = ἡμεδαπός, Ἀνακρ. 75, Ἀναξανδρίδ. Γεροντ. 1.

Greek Monolingual

ἡμετέρειος, -ον (Α)
ημεδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. -ειος (πρβλ. ανθρώπειος, ταρτάρειος)].