ἡμιόδιος
From LSJ
English (LSJ)
ἡμιόδιον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.
German (Pape)
[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.
Greek Monolingual
ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισόδιος].