ἰπνοκαύστης

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰπνοκαύστης Medium diacritics: ἰπνοκαύστης Low diacritics: ιπνοκαύστης Capitals: ΙΠΝΟΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: ipnokaústēs Transliteration B: ipnokaustēs Transliteration C: ipnokaystis Beta Code: i)pnokau/sths

English (LSJ)

= furnarius, Glossaria (also ἰπνοκαύτης, ibid.).

Greek Monolingual

ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)
αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].