ἰσοπραξία

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπραξία Medium diacritics: ἰσοπραξία Low diacritics: ισοπραξία Capitals: ΙΣΟΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: isopraxía Transliteration B: isopraxia Transliteration C: isopraksia Beta Code: i)sopraci/a

English (LSJ)

ἡ, a faring equally, like condition, Eust.662.35.

German (Pape)

[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.

Greek Monolingual

ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιοπραξία, ευπραξία].