ὀλιγοδίαιτος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδίαιτος Medium diacritics: ὀλιγοδίαιτος Low diacritics: ολιγοδίαιτος Capitals: ΟΛΙΓΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: oligodíaitos Transliteration B: oligodiaitos Transliteration C: oligodiaitos Beta Code: o)ligodi/aitos

English (LSJ)

[δῐ], ον, living on little, Cephisodor. ap. Caryst. 7.

German (Pape)

[Seite 320] wenig zum Lebensunterhalt brauchend, Ath.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδίαιτος: -ον, ὁ διαιτώμενος μὲ ὀλίγα, λιτοδίαιτος, Ἀθήν. 548F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει με λίγα, ο λιτοδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].