ὑπαΐδιος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
οἶκος, eternal, of the grave, IG5(1).734 (Sparta): or perhaps underground (αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι (ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαΐδιος: οἶκος, ὁ ὑπὸ τὸν ᾅδην, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σπάρτης, Ἀθηναίου τ. Γ΄, 454.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» — αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐδιος «αιώνιος»].