ὑποπετάννυμι

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπετάννῡμι Medium diacritics: ὑποπετάννυμι Low diacritics: υποπετάννυμι Capitals: ΥΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: hypopetánnymi Transliteration B: hypopetannymi Transliteration C: ypopetannymi Beta Code: u(popeta/nnumi

English (LSJ)

spread out under, lay under, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130; ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7:—Pass., πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πετάννυμι), darunter ausbreiten, unterlegen, πεδίον ὑποπεπταμένον, Luc. fugit. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre dessous.
Étymologie: ὑπό, πετάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπετάννυμι: подстилать (λῖτα Hom. - in tmesi): πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. расстилающаяся внизу долина.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω ὑποκάτωθεν, ὑποβάλλω κάτωθεν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Ὀδ. Α. 130· ὑπ. τι κάτωθεν Ἱππ. 887C - Παθ., πεδίον ὑποπεπταμένον Λουκιαν. Δραπέτ. 25.

Greek Monolingual

Α
1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»].

Greek Monotonic

ὑποπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω, απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread out under, Od.