ῥύπον
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].